Μπέρενσον, Μπέρναρντ

Μπέρενσον, Μπέρναρντ
(Bernard Berenson, Βίλνα, Λιθουανία 1865 – Φλωρεντία 1959). Ιταλός ιστορικός της τέχνης, λιθουανικής καταγωγής. Μετά τις κλασικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των Ηνωμένων Πολιτειών και διάφορα ταξίδια στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Ήταν βαθύς γνώστης της τέχνης και συνέβαλε στη διάδοση, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, της προαναγεννησιακής και της πρωτοαναγεννησιακής ιταλικής ζωγραφικής. Τα συνεχώς αναθεωρούμενα στις διαδοχικές εκδόσεις συγγράμματά του, σημαντικά για τους καταλόγους, τη χρονολόγηση και την αναγνώριση των έργων, συνέβαλαν στη γνώση της ιταλικής Αναγέννησης. Τα κυριότερα έργα του είναι: Οι Ιταλοί ζωγράφοι της Αναγέννησης (δημοσιεύτηκε απ’ το 1894 έως το 1907, σε τέσσερα μέρη και αργότερα αναθεωρήθηκε πολλές φορές και ξανατυπώθηκε), Σχέδια των Φλωρεντινών ζωγράφων (1903 και 1938), Σχέδια Φλωρεντινών αναγεννησιακών καλλιτεχνών στη Φλωρεντία (1954 και άλλες μελέτες για την ιταλική ζωγραφική αυτής της περιόδου, καθώς και οι αξιόλογες μονογραφίες για τον Λότο και τον Σασέτα. Ασχολήθηκε και με την αισθητική και ήδη από το 1897 πρότεινε την περίφημη διάκριση μεταξύ διακοσμητικών αξιών (που ενυπάρχουν στην καθαρή μορφή του έργου τέχνης) και εικονογραφικών αξιών (που ενυπάρχουν στα απεικονιζόμενα θέματα). Στην έπαυλή του κοντά στο Σετινιάνο - σήμερα διεθνές ίδρυμα μελέτης της ιστορία της τέχνης - οργάνωσε μια πλούσια βιβλιοθήκη και φωτοθήκη και δημιούργησε μια πολύτιμη συλλογή έργων τέχνης με σπάνια αριστουργήματα, κυρίως των προαναγεννησιακών καλλιτεχνών της Τοσκάνης. Ο Μπέρναρντ Μπέρενσον (1865-1959), μεγάλος ιστορικός της τέχνης, συνέβαλε ουσιαστικά στη γνώση της ιταλικής ζωγραφικής της Αναγέννησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”